- καταυγάστειρα
- καταυγ-άστειρα, ἡ, as if fem. of Καταυγαστήρ,A illuminator, of the Moon, Orph.H.9.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταυγάστειρα — καταυγάστειρα, ἡ (Α) βλ. καταυγαστήρας … Dictionary of Greek
καταυγάστειρα — illuminator fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυγαστήρας — ο (Α καταυγαστήρ, ήρος, θηλ. καταυγάστειρα) [καταυγάζω] νεοελλ. εξάρτημα τών λαμπτήρων που ανακλά και κατευθύνει το φως προς ορισμένη φορά, αμπαζούρ αρχ. (το θηλ. ως επίθ. για τη σελήνη) αυτή που λάμπει … Dictionary of Greek